λογαρίζω

λογαρίζω
λογαρίζω (Μ) [λογάρι]
1. υπολογίζω, μετρώ
2. σχεδιάζω, σκοπεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λογαρισμός — λογαρισμός, ὁ (Μ) [λογαρίζω] λογαριασμός …   Dictionary of Greek

  • μυριολογαρισμένος — μυριολογαρισμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει πολύ μεγάλη αξία, πολύτιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λογαρισμένος, μτχ. παρακμ. τού λογαρίζω «υπολογίζω, μετρώ», εκτός κι αν πρέπει να διορθωθεί ο τ. σε μυριολαγαρισμένος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”